Το “Μαργούδι”, το “Γλέντι” και τα new age πανηγύρια στη Θράκη

Καθώς πέρασε και ο 15Αύγουστος, πέφτει σιγά-σιγά και η αυλαία των πανηγυριών ανά την Ελλάδα και έτσι συμβαίνει και στη Θράκη, όπου φέτος είδαμε να διοργανώνονται πολλά, πάρα πολλά. Στην post-modern εκδοχή τους, τα πανηγύρια έχουν βγει πλέον από το στενό πλαίσιο του θρησκευτικού κύκλου -μιας και κατά τα παραδοσιακά ειωθότα εν έκαστο πανηγύρι συνέβαινε λόγω της γιορτής του/της Αγίου/Αγίας που είναι αφιερωμένη η εκκλησία του οικισμού. Σήμερα τα πανηγύρια διοργανώνονται και με τη μορφή “Ανταμώματος” που σημαίνει την σύναξη κατοίκων και καταγόμενων από το x χωριό και τη διοργάνωση ενός γλεντιού με παραδοσιακή ορχήστρα – ενίοτε και λαϊκοδημοτική. Κι έτσι κάθε καλοκαίρι, τα πανηγύρια αυξάνονται και πληθύνονται αφού ο αριθμός των εκκλησιών και των Αγίων είναι πεπερασμένος και μάλιστα πολλές εξ αυτών δεν γιορτάζουν σε κάποια καλοκαιρινή ημερομηνία.

Αναλογικά με τα πανηγύρια όμως αυξάνονται και οι θιασώτες/τιδες αυτών, που στις περισσότερες περιπτώσεις ουδεμία σχέση έχουν με την τοπική κοινότητα, αλλά συνήθως είναι μέλη ενός πολιτιστικού συλλόγου (ενίοτε “Εκπολιτιστικού” ή/και “Εξωραϊστικού – sic). Κι αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, αν στις περισσότερες περιπτώσεις, οι νεόκοποι/ες χορευταράδες/ούδες δεν θεωρούσαν θέσφατη τη διδακτέα ύλη της χρονιάς που έκλεισε και δεν καταλαμβάνονταν από τη βέβηλη μανία της χορευτικής επίδειξης. Αμέτρητα τα παραδείγματα των επιδειξιομανών χορευτών/τριών που, ασχέτως του χορευτικού τους τάλαντου, αδιαφορούν για τον κύκλο, για τους υπόλοιπους χορευτές/τριες, για την ορχήστρα, ακόμη και για την τοπική παράδοση για την οποία τόσο πολύ κόπτονται, όπως υποστηρίζουν.

Αλήθεια, πόσο πάει το πανηγύρι;

Στο σημείο αυτό, ανοίγοντας μια παρένθεση, να σημειώσουμε ότι η συμμετοχή σε ένα πανηγύρι δεν είναι και ιδιαιτέρως φτηνό “σπορ”. Οι προσκλήσεις συμμετοχής που περιλαμβάνουν φαγητό κυμαίνονται από 13 έως 16 ευρώ και τα ποτά χρεώνονται εξτρά. Εννοείται ότι χρειάζεται να κάνεις κράτηση, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πας στο πανηγύρι με λιγότερο από 20 ευρώ στην τσέπη – ποσό που για τα σημερινά δεδομένα δεν το λες ευκαταφρόνητο. Επιπλέον – και συγγνώμη που το μαθαίνετε από μένα- με αυτά τα 20 ευρώ, “αγοράζεις” και τη θέση σου στο χορό καθώς τόσο εσύ, όσο και ο αυτοπροσδιοριοζόμενος Νουρέγιεφ της παράδοσης, πληρώσατε τα ίδια λεφτά και είστε εκεί για να διασκεδάσετε χορεύοντας επί ίσοις όροις.

Για όσους θέλετε και μερικές λεπτομέρειες παραπάνω, συνήθως από αυτά τα λεφτά, το μεγαλύτερο μέρος κρατάει η εταιρία catering που φροντίζει για τη σίτιση (σ.σ. το μενού είναι σχεδόν fix: ένα σουβλάκι, ένα λουκάνικο, ένα κεφτεδάκι, λίγες πατάτες και δύο αλοιφές σε πλαστικό τύπου τάπερ και ένα ψωμάκι σε ατομική συσκευασία) και το υπόλοιπο το καρπώνεται ο τοπικός σύλλογος-διοργανωτής που πληρώνει και τα λοιπά έξοδα, με μεγαλύτερο αυτών την ορχήστρα.

Και, με την ορχήστρα, τι παίζει;

Αφού λοιπόν η παρέα οργανωθεί, γίνει η κράτηση και η άφιξη στην πλατεία, το λόγο θα πάρουν κάποιος εκπρόσωπος του τοπικού Συλλόγου, κάποιος πολιτικός άρχων που θα βρίσκεται -τυχαία;- εκεί και μετά θα αρχίσει το γλέντι. Και εδώ το πρόγραμμα είναι κάπως fix αφού – για τον Έβρο μιλώντας- θα ξεκινήσουμε με συρτά, που είναι εύκολα για όλους, θα συνεχίσουμε με γίκνες, που είναι πολλές και φτουράνε, θα πάμε σε ζωναράδικα και κάπου εδώ θα μπούμε στη ζώνη του λυκόφωτος, αφού λίγο μετά τους πρώτους δυο-τρεις κύκλους θα έρθει εκείνος ο ασυγκράτητος πρωτοχορευτής που θα αλλάξει τη λαβή από το ζωνάρι στον ώμο και ο χορός από ζωναράδικος θα γίνει κουλουριαστός ή κλωστρός και σε πολύ λίγο στην πίστα θα μείνουν μόνο όσοι μπορούν. Όχι όσοι μπορούν να χορέψουν αυτούς τους δύσκολους χορούς, αλλά όσοι και όσες μπορούν να αντέξουν τον αλαλαγμό της συνεχούς εναλλαγής πρωτοχορευτή, να αντέξουν τα κοψίματα του κύκλου από κείνους που επιθυμούν να φτάσουν πιο κοντά στο μπροστινό μέρος, που μπορούν να αντέξουν την πίεση και το τράβηγμα και κυρίως μπορούν να αντέξουν την έπαρση εκείνων των λίγων που ενώ έκαναν βουρδούγιο έναν κύκλο 100-200 ατόμων, κομπάζουν ωσάν να εκτέλεσαν ένα χορευτικό μονόπρακτο άξιο χειροκροτήματος (όρθιου κιόλας).

Κι αφού τελειώσει και αυτό, το ρεπερτόριο θα συνεχιστεί με κανένα δεντρίτσι, τίποτα χασαπιές, κανένα ξεσυρτό, άντε καμιά ντρίστα, οπωσδήποτε γαϊτάνια και θα γυρίσουμε πάλι σε κουλουριαστά με τα γνωστά συνεπακόλουθα. Στο τρίτο μέρος θα ακούσουμε σίγουρα μερικούς σκοπούς από τη Μακεδονία, ολίγον από Ανατολική Ρωμυλία, οπωσδήποτε ένα τικ και ένα κότσαρι και κάπου εκεί θα έρθει πάλι ένα ζωναράδικο που θα μετασχηματιστεί σε βασανιστικό κουλουριαστό προς τέρψιν του πρώτου και τα λοιπά και τα λοιπά μέχρι να πούμε το “καλό ξημέρωμα”.

Το “Γλέντι”, το “Μαργούδι” – τα φολκσουξέ

Κι όπως κάθε λαϊκό πρόγραμμα που σέβεται τον εαυτό, έτσι και το πρόγραμμα ενός πανηγυριού πέρα από τα κλισέ, περιλαμβάνει πλέον και τα λεγόμενα φολκσουξέ, δηλαδή τραγούδια που στο άκουσμά τους το κοινό αλαλάζει πασιχαρές, ορχείται ανεξέλεγκτα και κάνει τον λεγόμενο “χαμό”. Βασίλισσα των φολκσουξέ για τον Έβρο (αλλά και όχι μόνο) μια Μαρία, που πλασαριζόμενη ως “Μαργούδι” μέσα από έναν συγκαθιστό σκοπό μαθαίνουμε την ερωτική της ιστορία με τον Αλεξαντρή και τσιρίζοντας την επαινούμε που όσο κι αν τη δέρνει η μάνα της, αυτή επιμένει να τον βλέπει.

Νέα – φετινή είσοδος- στη λίστα των φολκσουξέ το “Γλέντι” του Νίκου Οικονομίδη, τραγουδισμένο από την Κυριακή Σπανού στο μακρινό 2006, κάνει πλέον μια δεύτερη καριέρα και προκαλεί παροξυσμό ήδη από τις πρώτες νότες – κι όλα αυτά χάρη στη δύναμη των social media. Μπορεί το “Γλέντι” να γεννήθηκε πριν από περίπου 20 χρόνια στο μυαλό του Γιώργου Οικονομίδη, αλλά ξαναγεννήθηκε στην εποχή του Τικ Τοκ και πλέον η εκτέλεσή του σε κάθε είδους λαϊκό γλέντι αποτελεί απαίτηση που ικανοποιείται φυσικά παραχρήμα και για το χρήμα.

Δηλαδή, χάλασαν τα πανηγύρια;

Όχι, δεν χάλασαν τα πανηγύρια. Απλώς, άλλαξαν. Και έχουν εισέλθει σε μία νέα εποχή και είναι μεν παρήγορο που τα πλαισιώνουν τόσοι πολλοί νέοι άνθρωποι, αλλά από την άλλη όλη αυτή η συμμετοχή εγείρει και ένα προβληματισμό, διότι στερείται συμμετοχικότητας. Το πανηγύρι έχει εξ ορισμού την έννοια της συμπερίληψης (πρώτο συνθετικό της λέξης: “παν-“). Δεν χρειάζεται να πάμε ποοοοολύ πίσω για να εξετάσουμε τους λόγους επιτέλεσης ενός πανηγυριού με λαογραφικό πρίσμα – φτάνει μόνο να σκεφτούμε ότι για να επιτύχει ένα πανηγύρι πρέπει να συμμετέχουν πολλοί, αν όχι όλοι. Και έχοντας αυτό στο μυαλό μας, ο καθένας και η καθεμία ας εξετάζει τη στάση και τη συμπεριφορά του, ώστε του χρόνου οι συμμετοχές να γίνουν περισσότερες και όχι λιγότερες εξαιτίας της απογοήτευσης ή του εκνευρισμού.

Κι έτσι θα μπορέσουμε να τα κρατήσουμε ζωντανά, έστω και σε μία post-modern εκδοχή, που δεν είναι εξ ορισμού κακή – αλλά μερικές φορές εμείς είμαστε που της δίνουμε αρνητικά χαρακτηριστικά.

Και του χρόνου με υγεία!

* Και λίγα στοιχεία για το “Μαργούδι” και το “Γλέντι”

Το Μαργούδι γράφτηκε και συντέθηκε από τον αείμνηστο Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη. Δεν είναι δηλαδή ένα “παραδοσιακό” τραγούδι με την έννοια ότι πέρασε από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης. Ωστόσο είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι και μία σύνθεση “γραμμένη” σε παραδοσιακούς δρόμους, που δισκογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1976 και κυκλοφόρησε στον δίσκο “Τραγούδια Και Χοροί Της Θράκης Νο 4”, που στο εξώφυλλό του ποζάρουν ο Καρυφύλλης Δοϊτσίδης με το ούτι του καθιστός και εκατέρωθέν του οι δύο κόρες του Λαμπριάννα και Θεοπούλα ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές Ανατολικής Ρωμυλίας (το τραγουδούν όλοι μαζί).

Το “Γλέντι” αποτελεί γέννημα του μουσικού Νίκου Οικονομίδη, που κι αυτός διαγράφει μία σημαντική καριέρα στο νησιώτικο παραδοσιακό τραγούδι και έχει γίνει γνωστός κυρίως παίζοντας βιολί. Το “Γλέντι” τραγουδήθηκε για πρώτη φορά από τη συνοδοιπόρο του στη ζώη και την τέχνη Κυριακή Σπανού το 2006. Από τότε μέχρι σήμερα, έχει υποστεί αμέτρητες διασκευές και έχει τραγουδηθεί από άντρες και γυναίκες καλλιτέχνες που υπηρετούν σχεδόν όλα τα είδη μουσικής.