Search
Close this search box.
Γέμισε ό τόπος φανουρόπιτες

Του Αγίου Φανουρίου σήμερα κι ο τόπος γεμάτος φανουρόπιτες. Όχι μόνο οι εκκλησίες που από χθες ευλογούν το κέηκ – σπονδή στον Άγιο, αλλά και τα ΜΚΔ καθώς το ποστάρισμα πια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ενεργοποιηθεί η ευεργετική ιδιότητα της Φανουρόπιτας και να σου φανερώσει ο Άγιος ό,τι ψάχνεις ή ό,τι έχεις χάσει.

Φανουρόπιτες στρόγγυλες, φανουρόπιτες μακρόστενες, φανουρόπιτες κομμένες σε κομμάτια, σε πιατέλες, σε φόρμες, σε αλουμινένια boxes, αλλά όλες φτιαγμένες με πέντε ή εφτά ή εννιά υλικά. Και όλες με ένα κερί μπηγμένο πάνω τους, σημαίνον την προσδοκία και την ευλογία, αλλά ενίοτε μακριά από το σημαινόμενο καθώς πουθενά δεν υπάρχει η υποχρέωση να πεις φωναχτά τί ψάχνεις. Οπότε, τι συμβαίνει, αν αυτό που ψάχνεις είναι κάτι ποταπό;

Πάντως έχει μια εξελικτική πορεία στο χρόνο και το έθιμο της Φανουρόπιτας. Ποσταριζόμενη στα ΜΚΔ, γίνεται υποχρεωτικά αντικείμενο θαυμασμού (ή και όχι) και ως εκ τούτου οφείλει να είναι όμορφη, θελκτική και σίγουρα “καλύτερη από τη δική σου”. Έτσι λοιπόν οι Φανουρόπιτες στολίζονται ποικιλοτρόπως αν και η φετινή τάση τις θέλει στολισμένες φολκλορικά με το σεμεδάκι της γιαγιάς σε ρόλο στένσιλ που αφήνει την άχνη να περνάει από τις τρύπες του και να αφήσει πάνω στα κέηκ λευκά πολύπλοκα ντεσέν – αναγωγές σε προκομένες πλέχτρες του παλιού καιρού.

Κι έτσι καμία φανουρόπιτα δεν μοιάζει εμφανισιακά με την άλλη και όλες μαζί φτιάχνουν ομαδικές προσευχές – σπονδές στον Άγιο που έχει επιφορτιστεί με το καθήκον εύρεσης απωλεσθέντων (με το “φανέρωμα” δηλαδή), αλλά είναι περίπου σίγουρο ότι “είναι άλλο πράγμα να έχει κανείς συνειδητή εκκλησιαστική ζωή και να προσφέρει για ευλογία μία πίτα προς τιμήν του Αγίου και άλλο πράγμα να έχουμε ανύπαρκτη πνευματική ζωή και με την προσφορά της Φανουρόπιτας να θεωρούμε ότι αποκτήσαμε πνευματική ζωή και ασκούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα!”, όπως γράφει ο π. Αντώνιος Χρήστου, που είναι και Θεολόγος.

Από την άλλη όμως, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι όλη αυτή η διαδικασία παραμένει ρομαντική και δείχνει μια ευαισθησία για τους επιτελούντες το έθιμο, τους οποίους μόνο με -καλώς εννοούμενη- συμπάθεια μπορεί να δει κανείς, που προκύπτει από την αγωνία τους για την όποια “εύρεση”.

“Έκανες φανουρόπιτα;”, ρώτησα μια φίλη μου

“Όχι, δεν έκανα, αν και μια φορά είχα κάνει σε άσχετη στιγμή για να βρω τα γυαλιά μου και τα βρήκα και είπα ότι θα κάνω πάντα τη μέρα της γιορτής, αλλά δεν”, μου απάντησε. “Και είναι και εύκολη και νόστιμη και ντροπή μου”, συμπλήρωσε.