Search
Close this search box.
Κουλά ντε Παρί και άλλα Ολυμπιακά

Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο λεξικό του για τα καλιαρντά, ορίζει τη σημασία της έκφρασης “κουλά ντε Παρί” ως “τρίχες”, με την απαξιωτική έννοια του όρου. Και είναι ίσως μια πολύ κατάλληλη έκφραση για να περιγράψει όσα γράφτηκαν (και συνεχίζουν να γράφονται ακόμη) για την Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, που προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα αντιδράσεων, εντελώς δυσανάλογο των ποιοτικών της χαρακτηριστικών.

Η Τελετή Έναρξης στο Παρίσι δεν ήταν μία “καλή” τελετή. Δεν είχε άρτια τηλεοπτική κάλυψη, ήταν δυσνόητη, συνέβη και η ατυχία με την καταρρακτώδη βροχή και το όλον αποτέλεσμα, δυστυχώς, παίρνει αρνητικό πρόσημο.

Όμως, αυτό απέχει παρασάγγας από όσα γράφτηκαν περί woke ατζέντας και προσβολής θρησκευτικών συμβόλων και ειδικά ως προς το δεύτερο, είναι τουλάχιστον αστείο ότι προεκλήθη έως και η παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριάρχη ο οποίος με αφοριστικό λόγο απαξίωσε την τελετή και την αντελήφθη ως προσβλητική για τον χριστιανισμό… Γενικά οι χριστιανοί άρθρωσαν έναν πολύ κακοποιητικό λόγο απέναντι στην τελετή και δεν κρύβω ότι δεν μπορώ να κατανοήσω όλη αυτή την υστερία. Μου κάνει περισσότερο ως μία ακόμη ευκαιρία σύγκρισης του χριστιανισμού με το Ισλάμ, το οποίο “τον απειλεί ευθέως”, αλλά κανείς δεν τα βάζει μαζί του [είδαμε δεκάδες σχόλια του τύπου: “γιατί δεν τόλμησαν να κοροϊδέψουν και τον Μωάμεθ;”]

Γενικά, αυτή η προσπάθεια συντήρησης του θρησκευτικού δίπολου, κάνει πλέον κάπως αναχρονιστική, αν όχι ανησυχητική. Αναχρονιστική γιατί ο φόβος της (όποιας) Άλωσης, θα έπρεπε να είχε παρέλθει προ πολλού και ανησυχητική πάλι για τον ίδιο λόγο: επειδή αν και έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τις εικονομαχίες, τις σταυροφορίες και τις καύσεις των μαγισσών, κάποιοι επιμένουν να τα φέρνουν όλα αυτά σε παρόντα χρόνο.

Εν τω μεταξύ, διαχρονικά οι Τελετές Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων – τουλάχιστον από τότε που έγιναν “μόδα”- ισοροπούν ανάμεσα στην παρουσίαση της ιστορίας των αγώνων και την παρουσίαση της ιστορίας της χώρας που τους φιλοξενεί κάθε φορά. Όλοι το ξέρουν αυτό. Αυτό που δεν ξέρουν όλοι είναι την ιστορική διαδρομή κάθε χώρας – και δεν οφείλουν να την ξέρουν, είναι η αλήθεια.

Οφείλουν όμως – οφείλουμε, μάλλον- πριν αραδιάσουμε κουλά ντε Παρί ιντερνετικά και όχι μόνο, να κάνουμε μια καλή έρευνα σε σχέση με ό,τι είδαμε. Και δεν μιλάω μόνο για τον περιβόητο “Μυστικό Δείπνο” (που τελικά δεν ήταν ο Μυστικός Δείπνος). Από τον “ακέφαλο” καβαλάρη, μέχρι τον βωμό-αερόστατο, ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που “είδαν” κρυμμένα μυνήματα, επικλήσεις στον Σατανά και διαβόλου κάλτσες. Και πολλοί λιγότεροι όσοι προσπάθησαν έστω να δουν λίγο καλύτερα, να σκεφτούν την Γαλλική Επανάσταση, τους Άθλιους, το Φάντασμα της Όπερας, τους αδερφούς Μονγκολφιέ και τόσα άλλα πρόσωπα και σημεία της γαλλικής ιστορίας που θα μπορούσαν να αποτελούν αναφορές στα δρώμενα της Τελετής Έναρξης.

Αν θέλουμε να “χρεώσουμε” κάτι στον σκηνοθέτη, αυτό είναι μέτριο ταλέντο στο να παρουσιάσει απολύτως κατανοητά την ιδέα του. Αλλά το να τον ανάγουμε σε εκπρόσωπο του Εωσφόρου είναι τουλάχιστον ανόητο και καταδεικνύει μία ένδεια καταγέλαστη. Άλλωστε με έναν τρόπο, το Παρίσι από πάντα είχε περισσότερα από ένα πρόσωπα. Κι ας μην πάμε πολύ μακριά: στα χρόνια της ελληνικής δικτατορίας οπότε και φιλοξενούνταν εκεί οι πολιτικοί (αυτο)εξόριστοι, ήταν “τα ένδοξα Παρίσια” και 50 χρόνια μετά, μερικές drag queens που στους περισσότερους δεν αρέσουν, το κατέστησαν στην ελληνική συνείδηση ως το πουστομάγαζο της Ευρώπης (άσχετα που οι drag queens, είχαν εμφανιστεί περήφανες και πάλι ήδη 24 χρόνια πριν στην Τελετή του Σίδνεϊ).

Κι ένα τελευταίο: Όχι, η Σελίν Ντιόν δεν έσωσε την τελετή. Ήταν μέρος αυτής και τραγούδησε καταπληκτικά γιατί δεν μπορεί να κάνει τίποτα λιγότερο από αυτό. Και μπράβο της. Όμως δεν “σήκωσε στις πλάτες της την τελετή” όπως υποστηρίζουν κάποιοι αδικώντας, τελικά, όλους τους άλλους καλλιτέχνες που συμμετείχαν σε αυτήν.

Τα περί σύγκρισης με την Τελετή Έναρξης της Αθήνας, είναι παντελώς αδιάφορα. Αλλά αν όντως θέλουμε να πούμε κάτι γι’ αυτό, ας σκεφτούμε ότι την οργάνωσε ένας Έλληνας μεν, αλλά επί χρόνια απών από την Ελλάδα. Κι ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο του πλεονέκτημα σε σχέση με τον αντίστοιχο Γάλλο: Ότι ο Παπαϊωάννου, είχε την ευκαιρία να δει την ελληνική ιστορική διαδρομή εκ του μακρόθεν κι ίσως να είχε καταλάβει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να τη δουν και οι άλλοι. Ο Γάλλος, προφανώς δεν κατάφερε να πιάσει αυτόν τον σφυγμό. Όμως, την ιστορία της πόλης και της χώρας του, την είπε σωστά.

Και στο κάτω-κάτω από καταβολής Ολυμπιακών Αγώνων αυτό που επιβραβεύεται πρωτίστως είναι η ίδια η προσπάθεια. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι οι Γάλλοι δεν προσπάθησαν. Προσπάθησαν και με το παραπάνω. Και γι’ αυτό και μόνο, ας πούμε ένα μπράβο.