Στην Αλεξανδρούπολη του 2024 έχεις περισσότερες πιθανότητες να συναντήσεις σε μία συναυλία την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρά να βρεις ένα σπίτι να κατοικήσεις με ενοίκιο μικρότερο από το μισό του κατώτατου μισθού.
Η πρωτεύουσα του Έβρου αντιμετωπίζει τραγικά μεγάλο στεγαστικό πρόβλημα, που μπορεί να μην έχει αποτυπωθεί (ακόμη) σε απόλυτους αριθμούς, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι ότι να βρεις “λογικό” ενοίκιο στην πόλη μοιάζει με το να κερδίσεις το τζόκερ. Τα 400 ευρώ/μήνα για μια γκαρσονιέρα ή ένα μικρό δυάρι είναι “νορμάλ” τιμή και αν την πετύχεις λες κι “ευχαριστώ” και φυσικά το μηνιαίο ενοίκιο πολλαπλασιάζεται όσο μεγαλώνει το εμβαδό του προς ενοικίαση σπιτιού. Την ίδια ώρα βέβαια τα ύψη των μισθών γνωρίζουμε όλοι που κυμαίνονται και έτσι καταλαβαίνουμε πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι σήμερα να πληρώσεις τη στέγη σου σε αυτή την “εξαιρετικά μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας” πόλη του ελλαδικού βορρά.
Φυσικά, το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο και εδράζεται στην βάση που λέγεται Airbnb σε συνδυασμό με την ασυδοσία των ιδιοκτητών ακινήτων (όχι όλων), οι οποίοι δεν διστάζουν να κάνουν εξώσεις ακόμη και σε οικογένειες προκειμένου να μετατρέψουν το εκάστοτε σπίτι σε κατάλυμα βραχείας ενοικίασης και μάλιστα όχι πάντα με τις νόμιμες διαδικασίες (και για την έξωση και για την μίσθωση).
Και επειδή “κακό χωριό τα λίγα σπίτια”, η Αλεξανδρούπολη όσο κι αν μεγαλοπιάνεται, παραμένει μία μικρή πόλη στην οποία “γνωριζόμαστε μεταξύ μας” και φυσικά λίγα πράγματα μένουν κρυφά – ανάμεσα σε αυτά βέβαια δεν συγκαταλέγονται οι αστείες δικαιολογίες των ιδιοκτητών ακινήτων που σχεδόν αφήνουν άστεγους τους νοικάρηδες τους με στόχο να βγάλουν μαύρο χρήμα, αφού γνωρίζουν ότι κανείς δεν πρόκειται να τους ελέγξει.
Το ζήτημα βέβαια δεν είναι τόσο οι ασύδοτοι ιδιοκτήτες, που προφανώς έχουν το δικαίωμα να εκμεταλλευτούν την περιουσία τους κατά τον τρόπο που κρίνουν περισσότερο προσοδοφόρο, αλλά το λεγόμενο “κράτος” το οποίο περί άλλων τυρβάζει. Και το οποίο δεν εφαρμόζει κανενός είδους πλαίσιο που να προστατεύει στοιχειωδώς έστω τους ενοικιαστές, αλλά και να επιτελεί τον φοροεισπρακτικό του ρόλο σε δραστηριότητες από τις οποίες κάποιοι κερδίζουν χιλιάδες ευρώ χωρίς να αποδίδουν ούτε ένα σεντ στα κρατικά ταμεία.
Όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε, η βραχυχρόνια μίσθωση αποτελεί πλέον μία πολύ βρόμικη μπίζνα. Βρόμικη υπό την έννοια ότι εξαιτίας της μένει κόσμος άστεγος ή έστω οδηγείται σε οικονομικές στενωπούς προκειμένου να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες, αλλά βρόμικη και επειδή μέσω αυτής διακινούνται τεράστια ποσά χωρίς κανέναν έλεγχο.
Για παράδειγμα, δεν προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι ένας ιδιοκτήτης ακινήτου κάνει έξωση στον ενοικιαστή από τον οποίο κέρδιζε περίπου 3500 ευρώ το χρόνο, για να κάνει το κατάλυμα του βραχυχρόνιας μίσθωσης και να κερδίσει το ίδιο ποσό μόνο στους καλοκαιρινούς μήνες και χωρίς τον παραμικρό φόρο.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η (σοβαρή) συζήτηση για τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης θα ανοίξει δύσκολα, γιατί δεν συνάδει με το τουριστικό προφίλ της χώρας συνολικά, που πλασάρεται ως ένας πολυτελής υποδοχέας τουριστών κι έτσι συντηρείται η λεγόμενη “βαριά βιομηχανία του τουρισμού”. Όμως κάποτε πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η βαριά βιομηχανία αφήνει ένα αισχρό αποτύπωμα στις τοπικές κοινωνίες προκαλώντας σημαντικά ζητήματα επειδή είναι ανεξέλεγκτη και λειτουργεί ασύδοτα. Και στο τέλος – τέλος, ναι ζούμε σε μία κοινωνία καπιταλιστική, αλλά σε ποιο σημείο του ο καπιταλισμός ορίζει ότι συνταξιούχοι του δημοσίου μπορούν να παραφουσκώνουν τους λογαριασμούς τους με παράνομα “ερμπιενμπι”;