Search
Close this search box.
Στο μνημόσυνο ενός ολόκληρου (Εβρίτικου) χωριού

Πριν από μερικές ημέρες τελέσαμε (ο αδερφός μου, η νύφη μου κι εγώ) το – κατά τα θρησκευτικά ειωθότα- τριετές μνημόσυνο στη μνήμη του πατέρα μας, που έφυγε από τη ζωή το 2021. Το θέμα του κειμένου όμως δεν είναι το μνημόσυνο καθαυτό. Είναι το μνημόσυνο ολόκληρου του χωριού καταγωγής του, το οποίο απέχει μόλις 40 χλμ από την Αλεξανδρούπολη.

Η τελετή έγινε στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου και σε αυτήν παραστήκαμε συνολικά δέκα άτομα. ΔΕΚΑ. Εκ των οποίων οι τρεις ήμασταν ο αδερφός μου, η σύζυγός του κι εγώ, ο ιερέας, ο ψάλτης και πέντε κυρίες που παρακολούθησαν την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Έτερος κανείς (σ.σ. το ότι εμείς επιλέξαμε ως συγγενείς του θανόντος να μην “ανοίξουμε” το μνημόσυνο, αυτό είναι άλλο θέμα. Το κύριο θέμα εδώ είναι η προσέλευση των πέντε κυριών στην κυριακάτικη θεία λειτουργία)

Και μπορεί η σύνδεση του σύγχρονου ανθρώπου με το θείο να χαλαρώνει προϊόντος του χρόνου, όμως, η προσέλευση στους ναούς αποτελεί σίγουρα ένα αξιόπιστο βαρόμετρο. Αν λοιπόν στην κυριακάτικη θεία λειτουργία προσέρχονται μόλις πέντε γυναίκες, εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο συνολικός πληθυσμός του οικισμού δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο αυτού.

Μιλάμε δηλαδή για ένα χωριό περίπου νεκρό, που λίαν συντόμως θα σβήσει από τον χάρτη. Δεν είναι δυσοίωνη πρόβλεψη αυτή – είναι μία επερχόμενη πραγματικότητα εξόχως θλιβερή. Και, όπως έχει ήδη ειπωθεί, το χωριό αυτό απέχει μόλις 40 χλμ από την Αλεξανδρούπολη, περίπου 15 από τις Φέρες και περίπου 25 από το Σουφλί, με την είσοδό του να βρίσκεται επί του καθέτου άξονα Αρδάνιο – Ορμένιο της Εγνατίας οδού. Δεν είναι, δηλαδή, ένα “απομακρυσμένο” χωριό. Ούτε ένα χωριό που “δεν το ‘χει ούτε ο χάρτης”. Είναι απλώς ένα άδειο χωριό. Για την ακρίβεια είναι ακόμη ένα άδειο χωριό, όπως τόσα και τόσα στον Έβρο.

Είναι ένα χωριό που αν και πλησίον αστικών κέντρων – έστω και μικρών- δεν κατέστη ποτέ θελκτικό, είναι ένα χωριό στο οποίο οι κάτοικοί του δεν πήραν ποτέ κίνητρα για να παραμείνουν και είναι ένα χωριό που από τις αρχές/μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισε να αδειάζει, ως που φτάσαμε στο 2024 και πλέον είναι προφανές ότι ψυχορραγεί. Η κατάστασή του, δε, είναι σίγουρα μη αναστρέψιμη κι έτσι μαζί με το μνημόσυνο του μπαμπά, τελέσαμε με έναν τρόπο ένα συνολικό μνημόσυνο στο ίδιο το χωριό που ολοκληρώνει προσεχώς την πορεία του στον χρόνο.

Άντεξε λίγο περισσότερο από 100 χρόνια καθώς πρόκειται για ένα χωριό αποτελούμενο κυρίως από πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, όμως δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε ιστορικές αναδρομές. Οι γραμμές αυτές συντάσσονται εν είδει κραυγής αγωνίας, για το ζοφερό μέλλον που προοιωνίζεται να έχει ο Έβρος και όχι για το παρελθόν του.

Ίσως πάλι, αυτό να είναι ένα πολύ ρομαντικό κείμενο με μία δόση υπερβολής. Όμως, όπως κι αν το “διαβάσει” κανείς για μένα συνιστά έναν μικρό φόρο τιμής στον παιδικό μου εαυτό, που στην Ταύρη είπε για πρώτη φορά τη λέξη “παππού”. Και που μεσήλικας πια, παρακολουθεί σε real time το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.