Πάσχα δίπλα στα ελληνοτουρκικά σύνορα – Στην πλευρά με τα λιγότερα φώτα

Κάθε Πάσχα που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να είναι φολκλόρ. Να περιλαμβάνει δηλαδή επίσκεψη – αν όχι ολιγοήμερη διαμονή – στο “χωριό” και που αν μιλάμε για τον Έβρο, το “χωριό” έχει πολλές πιθανότητες να βρίσκεται πολύ κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα, πλησίον του ποταμού, δηλαδή που οριοθετεί την εδαφική εμβέλεια της Ελλάδας σε σχέση με αυτή της Τουρκία και αντίστροφα.

Εσχάτως δε, το σύνορο γίνεται ακόμη πιο προφανές λόγω του Φράχτη, που στήνεται κατά μήκος της οριογραμμής, αν και ενδότερα αυτής, ήτοι πιο προς την Ελλάδα. Όμως, αυτή είναι μία άλλη ιστορία.

Το Πάσχα λοιπόν είναι σχεδόν συνώνυμο με το “χωριό”. Με το όποιο χωριό. Και το χωριό, είναι συνώνυμο με τους ανθρώπους του. Μόνο που πλέον τείνει να γίνει συνώνυμο με τους νεκρούς του, αφού ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων της ελληνικής επαρχίας και της εβρίτικης ακόμη πιο συγκεκριμένα, βαίνει συνεχώς μειούμενος. Εδώ και αρκετά χρόνια, δηλαδή, τα κλειστά σπίτια είναι μακράν περισσότερα των ανοιχτών. Τα μονίμως κλειστά. Αυτά που δεν έχουν κανέναν ένοικο – ούτε καν περιστασιακό επισκέπτη του φολκλόρ Πάσχα.

Αδιάψευστος μάρτυρας της ερημοποίησης, οι άδειες εκκλησίες, οι οποίες αποτελούν κατ’ εξοχήν σημείο αναφοράς για τις ημέρες του Πάσχα. Άσχετα από το αν οι πιστοί/ες είναι όντως πιστοί/ες, “ανάβουν ένα κερί” και (ενίοτε προσποιητά ή κατ’ ανάγκη) συμμετέχουν στο Θείο Δράμα, επισκεπτόμενοι/ες τις εκκλησίες, που για κείνες τις ημέρες μετατρέπονται σε σημείο συνάντησης παλαιών συμμαθητών, ‘χαμένων’ συγγενών και τόποι υποσχέσεων του τύπου “μετά το Πάσχα να βρεθούμε”, “να μη χανόμαστε”, “να με παίρνεις κανένα τηλέφωνο”. Ακόμη κι αυτά όμως, τείνουν να κλειδωθούν στο χρονοντούλαπο καθώς το ποίμνιο ολοένα και μειώνεται. Μεγάλη Παρασκευή στην Αγία Παρασκευή η φωτογραφία, σε ένα χωριό δίπλα στο ποτάμι από την πλευρά με τα λιγότερα φώτα. Πολλές οι “τρύπες” στις άλλοτε ονοματισμένες θέσεις που δεν μένουν κενές από σεβασμό στις εκλιπούσες και τους εκλιπόντες, αλλά από απουσία ανθρώπων να τις γεμίσουν γενικά.

Το βράδι του Μεγάλου Σαββάτου, ο μουεζίνης στην τουρκική πλευρά ψέλνει μεγαλοφώνως. Δεν ακούς μια απροσδιόριστη ψαλμωδία – ακούς κανονικά τα λόγια του, τον αμανέ και τους λαρυγγισμούς του. Και έτσι αντιλαμβάνεσαι πόσο κοντά είναι η απέναντι πλευρά, που έχει περισσότερα φώτα. Τα πυροτεχνήματα της Ανάστασης δεν είναι προφανώς ικανά να υπερκεράσουν τα φώτα της απέναντι πλευράς και γιατί είναι μόδα των τελευταίων ετών, αλλά και γιατί αντέχουν ελάχιστα, πρόλο που κάνουν ωραίο “εφέ”.

Στα καλά νέα, εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να επισκέπτονται τα χωριά της αποδώ πλευράς και άλλοι που επιλέγουν να ζήσουν μόνιμα σε αυτά. Σαφώς είναι λίγοι, όμως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τους κάνουν σημαντικούς. Ακόμη και το να φτάσεις σε ένα από αυτά τα χωριά είναι εν πολλοίς δύσκολο λόγω της ελλιπούς οδοσήμανσης σε συνδυασμό με το ίδιο το οδικό δίκτυο που σε πολλά σημεία έχει σημαντικές φθορές. Κι ύστερα, η ίδια η ζωή στο χωριό ακόμη κι αν αυτό απέχει λίγο από ένα μικρό ή μεγαλύτερο αστικό κέντρο, έχει τις δικές της ιδιομορφίες ξεκινώντας με την πιο κοινή που είναι η έλλειψη ή ισχνή παρουσία του διαδικτυακού σήματος μέχρι την όχι και τόσο εύκολη πρόβαση ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης.

Όμως οι άνθρωποι αυτοί το παλεύουν. Βρίσκουν τρόπους να διαχειρίζονται τις δυσκολίες και να ανάβουν έστω και τα λίγα φώτα της από δω πλευράς. Κι αν ποτέ βρεθείς σε ένα από αυτά τα χωριά, σίγουρα το πρώτο πράγμα που θα σου κάνει εντύπωση είναι τα φώτα της απέναντι. Που είναι περισσότερα και πιο λαμπέρα. Αλλά της από δω πλευράς τα φώτα είναι πιο σημαντικά. Γιατί επιμένουν να ανάβουν κόντρα στο ρεύμα κι αν κάτι πρέπει να σκεφτούμε σε συνδυασμό και το με προσφάτως παρελθόν Πάσχα είναι πώς αυτά τα φώτα θα γίνουν περισσότερα.

Λύσεις, σίγουρα υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η θέληση. Διότι αν ενσκήψει αυτή, θα βρεθούν και οι τρόποι. Άλλωστε κι ο Γολογοθάς εθεωρείτο αδιάβατος. Πλην όμως υπήρξε Κάποιος που τον διέβη. Και μετά ανεστήθη κατά της Γραφάς.