Το κατ’ ευφημισμόν debate των πολιτικών αρχηγών που έγινε χθες Τετάρτη στο Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ ήταν ίσως ένα από τα πιο βαρετά τρίωρα της ελληνικής τηλεόρασης.
Δεκατρείς άνθρωποι (έξι ερωτώντες, έξι ερωτώμενοι και ένας παρουσιαστής), ήταν συνεπείς στα χρονικά περιθώρια ερωτήσεων και απαντήσεων, ωστόσο τόσο οι ερωτήσεις όσο και οι απαντήσεις ήταν κενές περιεχομένου.
Κανένας από τους πολιτικούς αρχηγούς δεν δέχτηκε ερώτηση εκτός του comfort zone του. Με εξαίρεση την ερώτηση της Ράνιας Τζίμα προς τον πρωθυπουργό σχετικά με τις υποκλοπές, όλες οι υπόλοιπες ερωτήσεις παραβίασαν ανοικτές θύρες. Συν στην πλειοψηφία τους τα ερωτήματα δεν ήταν αφορμές για να παρουσιάσουν οι πολιτικοί τους σχεδιασμούς και τα προγράμματά τους, που κανονικά θα έπρεπε να ενδιαφέρουν τους/τις τηλεθεατές/τριες ώστε να αποφασίσουν σε ποιον θα εμπιστευτούν την ψήφο τους.
Δεν μπορεί να αποτελεί σοβαρό ερώτημα σε πολιτικό αρχηγό, δέκα μέρες πριν τις εκλογές το αν θαυμάζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Λεωνίδα Κύρκο ή τον Χαρίλαο Φλωράκη. Όχι, δεν μπορεί, διότι αν δεν είναι αφελής είναι κατινίστικη η κεκαλυμμένη προσπάθεια ταύτισης ενός πολιτικού προσώπου του ενεστώτος πολιτικού συστήματος με κάποιο του παρελθόντος.
Ούτε μπορεί να είναι αποδεκτή η απάντηση “είμαι χριστιανός ορθόδοξος” σε οποιαδήποτε πολιτική ερώτηση. Ούτε μπορεί να είναι αποδεκτή η απαξίωση των ερωτήσεων – διότι απαξίωση λέγεται όταν ερωτάσαι για κάτι και εσύ απαντάς για κάτι άλλο, είτε για να αποφύγεις το κύριο ερώτημα, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Στις δε τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών, η Πολιτική ρητορική ήταν τουλάχιστον απούσα. Από όλους ακούσαμε μαρκέ απαντήσεις βασισμένες σε παλιακά κλισέ και με μία υποδόρια προσπάθεια λαϊκισμού που προσπάθησαν να πλασάρουν ως εκλαΐκευση, αλλά χωρίς επιτυχία.
Εν τέλει, ποιες ειδήσεις προέκυψαν από αυτήν την ομαδική συνέντευξη στην οποία υποβλήθηκαν οι πολιτικοί αρχηγοί; Καμία. Πόσο κατανοητοί, θεωρούν ότι έγιναν οι πολιτικοί αρχηγοί ως προς την πολιτική πρόταση που κομίζει εις έκαστος στη δημόσια σφαίρα;
Δυστυχώς, το debate απέτυχε. Και ο βασικότερος συνειρμός που προέκυψε στο μυαλό του γράφοντος, είναι ο εξής: Πώς είναι δυνατόν οι εξής έξι να διατείνονται ότι μπορούν να αλλάξουν τον ρου της εγχώριας ιστορίας, την ώρα που δεν μπορούν καν να αλλάξουν την εκφορά του λόγου τους; Και ποιος τους είπε ότι η παραδοχή “ναι, κάναμε λάθη” τους καθιστά περισσότερο συμπαθείς και κυρίως ψηφοθηρικά θελκτικούς;
- Η εξαίρεση της Ράνιας Τζίμα
Σε αυτή την συλλογική συνέντευξη που καταχρηστικά ονομάζεται debate, υποβλήθηκαν συνολικά 72 ερωτήσεις (κάθε δημοσιογράφος υπέβαλε δύο ερωτήσεις σε κάθε έναν από τους έξι γύρους/θεματικές της συζήτησης). Από αυτές η μόνη που άξιζε τον κόπο να ειπωθεί ήταν της Ράνιας Τζίμα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όταν τον ρώτησε αν σκέφτηκε ποτέ να παραιτηθεί μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών. Και ήταν σημαντική γιατί εξίσου σημαντική ήταν και η απάντηση, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε ότι δεν έκανε ποτέ τέτοια σκέψη.
Ωστόσο μία Ράνια δεν μπορεί να φέρει την Άνοιξη.
Και κάτι τελευταίο: debate είναι όταν οι συμμετέχοντες είναι πέραν του ενός και αντιπαραβάλλουν τις απόψεις τους επί συγκεκριμένων και ίδιων θεμάτων, ώστε να υπάρξει και η σύγκριση. Σε αυτό που είδαμε στην ΕΡΤ ο καθένας απαντούσε σε διαφορετική ερώτηση (και μάλιστα καθόλου πρωτότυπη) και άρα ούτε σύγκριση υπήρξε, ούτε καν μία νέα πληροφορία. Τα ίδια, τα ίδια και μη χειρότερα.
Κρίμα.