Έστησαν τα τριάκοντα (χιλιάδες) αργύρια για την τιμήν του ατιμασμένου

30.000 ευρώ τιμάται σήμερα – στην Ελλάδα του 2022 – η “ελευθερία” ή έστω το να μην μένει φυλακισμένος ένας καταδικασθείς για δύο βιασμούς, ενόσω περιμένει την εκδίκαση της προσφυγής του στο Εφετείο επί της πρωτόδικης απόφασης. Η καταβολή αυτού του ποσού, μαζί με άλλους δυο-τρεις περιοριστικούς όρους, δύνανται να δώσουν εξιτήριο από τη φυλακή, έστω και προσωρινό σε οιονδήποτε καταδικασθέντα υποβάλλει τη σχετική αίτηση και φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι δικαστές και εισαγγελείς θα την κάνουν αποδεκτή.

Αυτές οι 6-7 γραμμές δεν αναφέρονται σε μία δυνητική περίπτωση του εν Ελλάδι δικαιικού συστήματος, αλλά σε ένα πραγματικό γεγονός που είναι η αποφυλάκιση του Δημήτρη Λιγνάδη μία ημέρα μετά την έκδοση της καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ένοχος για τους δύο από τους τέσσερις βιασμούς για τους οποίους κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε με ποινή 12ετούς κάθειρξης με ανασταλτικό όμως χαρακτήρα, τουλάχιστον έως την επανεκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο.

Με πιο απλά λόγια, ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι ελεύθερος κι ας έχει καταδικαστεί για δύο βιασμούς. Κι εδώ ερχόμαστε όλοι και όλες αντιμέτωποι/ες με το δίλημμα: πρέπει να κρίνουμε την απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης ή οχι;

Ναι πρέπει, είναι η απάντηση και είναι κατηγορηματική.

Υπό το εξής πρίσμα, όμως: δεν λέει κανείς ότι η απόφαση δεν έχει νομικό έρεισμα. Προφανώς οι λαμβάνοντες αυτήν, κάπου στηρίζονται, μιας και η απονομή δικαιοσύνης βασίζεται και προέρχεται από ένα σύνολο κανόνων που εν συντομία ονομάζουμε “νομικό πλαίσιο”. Άρα λοιπόν, αν κάτι πρέπει να ζητήσουμε ως κοινωνία, ασκώντας κριτική στην απόφαση που αφορά στον Δημήτρη Λιγνάδη, είναι ακριβώς αυτό: η αλλαγή του νομικού πλαισίου. Δηλαδή, να πάρουμε πολιτική θέση στα πράγματα. Αν όντως θέλουμε τους βιαστές στη φυλακή, πρέπει να το απαιτήσουμε. Πρέπει να απαιτήσουμε την κατάρτιση εκείνου του νομοθετικού πλαισίου, που θα είναι μασίφ και χωρίς “παραθυράκια” από τα οποία θα εξέρχονται καταδικασθέντες βαρέων αδικημάτων – όπως αυτό του βιασμού- έστω και προσωρινά.

Αδικήματα όπως αυτά που διέπραξε ο Δημήτρης Λιγνάδης (σύμφωνα πάντα με την απόφαση του Δικαστηρίου), πρέπει υποχρεωτικά να αντιμετωπίζονται χωρίς “ναι, μεν, αλλά”. Ο δρόμος για τους διαπράττοντες αυτά πρέπει να είναι ένας και να οδηγεί στη φυλακή. Χωρίς παραδρόμους, χωρίς στενάκια και χωρίς παρόδους. Για να αποφεύγονται οι παρωδίες. Και για να μπορούμε να λέμε ότι το δικαιικό σύστημα της Ελλάδας είναι και επί της ουσίας δίκαιο, αφού εκ του αποτελέσματος κρίνοντας είναι μόνο τύποις δίκαιο.

Άλλως πώς δικαιούμαστε να παροτρύνουμε εαυτούς και συνανθρώπους να καταγγέλουν κακοποιητές, βασανιστές, βιαστές; Με ποιο επιχείρημα να πείσεις κάποιον/α που κακοποιείται να το καταγγείλει; Προσδοκώντας τι ακριβώς; Την ημι-καταδίκη του κακοποιητή; Τον αυτοεξευτελισμό; Την επαύξηση του πόνου στο άκουσμα ότι ο κακοποιητής ουσιαστικά δεν τιμωρείται αλλά απολαμβάνει ελευθερίας που ηθικά μιλώντας αγγίζει τα όρια της ελευθεριότητας;

Ναι, η νομική υπόσταση της απόφασης περί αποφυλάκισης του Δημήτρη Λιγνάδη δεν αμφισβητείται. Το νομικό πλαίσιο που την υποστήριζει όμως πρέπει οπωσδήποτε και επειγόντως να τεθεί υπό αμφισβήτηση κατά κυριολεξία: για να αποφασίσουμε ως κοινωνία αν θέλουμε εν τοις πράγμασι τιμωρίες κακοποιητών ή τυπικές δικαστικές αποφάσεις με χαρακτηριστικά χαμαιλέοντα που προσαρμόζονται κατά το δοκούν και ανά περίπτωση.