Λίγοι το ξέρουν, όμως είναι γεγονός ότι η πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των χαρτονομισμάτων του ευρώ, είναι το βαμβάκι. Για την ακρίβεια, στην κατασκευή των χαρτονομισμάτων χρησιμοποιούνται τα υπολείμματα της επεξεργασίας του βαμβακιού, όμως πολλοί αγρότες δεν γνωρίζουν ότι θα μπορούσαν να αποκομίσουν οφέλη από αυτή τη δραστηριότητα, επειδή γενικότερα δεν ασπάζονται την κυκλική οικονομία.
Αυτή η παρατήρηση ανήκει στον κο Κώστα Μπλιάτσιο, που είναι πρόεδρος της εταιρίας “Αγροτική Ανάπτυξη” και ήταν ένας από τους ομιλητές της ημερίδας που διοργάνωσε στην Αλεξανδρούπολη η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος με θέμα την καλλιέργεια του βαμβακιού στην Ελλάδα και το μέλλον της.
Μεταξύ άλλων, ο κος Μπλιάτσιος κάλεσε τους αγρότες να συνεταιρισθούν, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Γεωργία στη Νότια Ευρώπη με έναν- έναν μόνο του δεν θα υπάρχει στα επόμενα δέκα χρόνια, θα σταματήσει. Πρέπει να καταλάβουμε ότι πρέπει να βγούμε προς τα έξω ως ένας. Έχουν δυσκολία στο να το δεχθούν αυτό οι Έλληνες αγρότες γιατί δυστυχώς έχουν κάψει το καλύτερο εργαλείο της παγκόσμιας οικονομίας των μικρών αγροτών που είναι ο συνεργατισμός-συνεταιρισμός…Πρ
Ο Νίκος Πολύχρονος που ηγείται της εταιρίας “Εκκοκιστήρια Ναυπάκτου ΑΕΒΕΕ” και ήταν επίσης ένας από τους ομιλητές της ημερίδας, παρατήρησε ότι το ελληνικό βαμβάκι είναι πολύ καλής ποιότητας, ωστόσο μόνο το 10% του παραγόμενου προϊόντος μένει στην Ελλάδα και το υπόλοιπο εξάγεται. Κατά τον κο Πολύχρονο, αυτό συμβαίνει επειδή “η κλωστοϋφαντουργία έχει συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και οι εταιρίες που εξακολουθούμε να κάνουμε νήματα στην Ελλάδα είμαστε μόλις 4-5” ενώ τόνισε ότι στην γειτονική Τουρκία η κλωστοϋφαντουργία ανθεί και απορροφά όχι μόνο το παραγόμενο στη γείτονα βαμβάκι, αλλά και μεγάλο μέρος του ελληνικού.
«Στους Νομούς Έβρου και Ροδόπης, η καλλιέργεια του βαμβακιού καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων κι έχει πρωτεύοντα ρόλο τόσο στην τοπική όσο και την εθνική οικονομία», δήλωσε στην ομιλία του ο πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Αλεξανδρούπολης, Κώστας Αλεξανδρής.
Αναγνώρισε ως σημαντικά και χρόνια προβλήματα του κλάδου το υψηλό κόστος παραγωγής, την έλλειψη ταξινόμησης και πιστοποίησης της ποιότητας και τη δημιουργία εμπορικής ταυτότητας του προϊόντος. Ειδική αναφορά έκανε ο κ. Αλεξανδρής στις διαφορετικές τιμές αγοράς του προϊόντος από περιοχή σε περιοχή. «Μας προκάλεσε αρνητική εντύπωση και προβληματισμό το γεγονός ότι στο Νομό Έβρου είχαμε τη χαμηλότερη τιμή αγορά απ’ όλη την Ελλάδα (0,46 ευρώ). Ως παραγωγοί θα θέλαμε να θέσουμε το ερώτημα αν τελικά η ανοιχτή τιμή αγοράς ευνοεί τον ανταγωνισμό κι αν εν τέλει υφίσταται ανταγωνισμός ως προς τη διαμόρφωση της τιμής. Γιατί κάποιος να στοχεύσει στην παραγωγή ενός ανώτερου ποιοτικά προϊόντος, όταν αυτό θα κοστολογηθεί τελικά όσο κι ένα κατώτερης ποιότητας. Λείπει ουσιαστικά το κίνητρο», κατέληξε ο κ. Αλεξανδρής.