Τη δική του θέση για το διαχωρισμό Κράτους Εκκλησίας διατυπώνει ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος, σε άρθρο του που δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Ι.Μ. Αλεξανδρούπολης. Ο κ.κ. Άνθιμος εξετάζει το ζήτημα από διάφορες οπτικές γωνίες, τονίζει όμως ότι η Εκκλησία δεν πρόκειται να ζητήσει τον διαχωρισμό, ωστόσο αν αυτός γίνει, θα βγει κερδισμένη.
Το πλήρες άρθρο του:
“Αν δεν ήμασταν οι Έλληνες τόσο επιρρεπείς σε διχασμούς, η Εκκλησία θα ζητούσε τον χωρισμό της από το Κράτος …χθές.
Στις Ορθόδοξες χώρες, γενικώς, ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος σημαίνει χωρισμό του λαού από το Κράτος. Η νομική διατύπωση “επικρατούσα θρησκεία” δηλώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συνιστά τον πρωταρχικό παράγοντα της κοινωνικής συνοχής.
Το Κράτος, πράγματι, δεν πρέπει να θρησκεύεται, όμως προνοεί για την Εκκλησία, επειδή ακριβώς ο ρόλος του είναι να φροντίζει την κοινωνική συνοχή. Για τον ίδιο σκοπό δικαίως σέβεται και κατοχυρώνει τα δικαιώματα κάθε θρησκευτικής μειονότητος. Βέβαια, η συνταγματική αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας δεν αναιρεί την υποχρέωση του Κράτους να καλλιεργεί την κοινωνική συνοχή.
Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες στην Ελλάδα, κουραστήκαμε να ακούμε πυροτεχνήματα από τον πάνοπλο κάποτε Κων. Καραμανλή και Ανδ. Παπανδρέου μέχρι τον ελαφρό πελταστή περί του θέματος Στ. Θεοδωράκη.
Γι’ αυτό, εμείς δεν θα ζητήσουμε ποτέ χωρισμό από το Κράτος μας, ώστε να μην γίνουμε υπαίτιοι αυτού που θα ακολουθήσει. Αν όμως μας επιβληθεί, θα πούμε “δόξα στο Θεό” επειδή εμείς ξέρουμε να περπατήσουμε τον ευλογημένο αυτό μονόδρομο. Και μετά από έναν ανήφορο 3-5 χρόνων θα βγούμε σε ξέφωτο.
Το βασικό πρόβλημα που θα προκύψει από το χωρισμό είναι η μισθοδοσία του Κλήρου μας, που αποτελεί μεν συμβατική υποχρέωση της Πολιτείας για την εκκλησιαστική περιουσία που ήδη έχει πάρει το ελληνικό Κράτος, αλλά όμως άρχισε πλέον έμμεσα να παραθεωρείται μέσα στη χαίνουσα κρίση, με τη μορφή της μείωσης των διορισμών. (Βέβαια, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι: α. οι περισσότεροι Έλληνες Κληρικοί είναι οικογενειάρχες και β. σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες πλέον, οι ιερείς ήδη άρχισαν να μισθοδοτούνται ούτως ή άλλως).
Άλλες επιπτώσεις ενός χωρισμού θα είναι:
α. να μην ανεβαίνει ο Μητροπολίτης στην εξέδρα των επισήμων στις παρελάσεις,
β. να αφαιρεθεί το σημαιάκι και τα διακριτικά από το αυτοκίνητό του,
γ. να μην τελείται η ορκομωσία των κατά τόπους αιρετών και των βουλευτών (εκτός αν διαγκωνίζονται οι εκλεγμένοι ποιός πρώτος θα το ζητήσει),
δ. να καταργηθεί ο αγιασμός στο Κοινοβούλιο (εκτός αν έχει αποτελέσει προεκλογική υπόσχεση της Κυβερνήσεως).
Όταν παρέλθει το ανεπαίσθητο σόκ που θα προκαλέσει η αλλαγή αυτού το εθιμικού δικαίου και κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, τότε θα αρχίσει να διαφαίνεται το αποτέλεσμα του χωρισμού.
Ως Διοικητικός Οργανισμός η Εκκλησία θα θωρακιστεί πίσω από βατικάνεια τείχη, με διάπλατες βέβαια ανοιχτές πόρτες στο λαό μας.
Όμως σύνολη η Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση είναι ένας τρόπος ζωής και σκέψης. Οπότε, όταν οι επίσκοποι και οι ιεροκήρυκες θα ομιλούν για την ανεργία, για τους άδικους φόρους, για την διαφθορά στο Δημόσιο, για τα Εθνικά θέματα, για την κοινωνική ηθική και πολλά παρόμοια, ο λόγος τους δεν θα εκλαμβάνεται ως πολιτικός. Αλλά θα εκτιμάται ως άσκηση του ποιμαντικού τους έργου ή ακόμα ως κοινωνικός ή εργατικός αγώνας.
Οι πιστοί χριστιανοί μας, αυτοί που ζουν την “κατά Χριστόν ζωή”, γνωρίζουν τη δυναμική της Εκκλησίας τους, γι’ αυτό όταν ομιλούν για χωρισμό από το Κράτος εννοούν:
α. να μην είναι η Εκκλησία το μαξιλαράκι που συστηματικά απορροφά τους πολιτικούς κραδασμούς (προς χάριν της ενότητος του λαού),
β. να βρίσκουν στην Εκκλησία τον αυτεπάγγελτο προστάτη τους και
γ. να μην συμφύρεται η Εκκλησία σε πολιτικές συναναστροφές και σχέσεις ώστε να μην εμφανίζεται ως μέρος του διεφθαρμένου Κράτους.
Όμως εδώ, χρειάζεται να προσέξουμε οι εκκλησιαστικοί:
Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι το τυράκι πριν την φάκα. Ένας ενθουσιαστικός παρορμητισμός μπορεί να εξοβελίσει το μάθημα από τα σχολεία. Το Σχολείο δίνει γνώσεις, όχι πίστη. Κι αυτό, επειδή ο δάσκαλος για να δώσει πίστη πρέπει …να την έχει! Πάντως ο Ορθόδοξος πολιτισμός (ως απόρροια της εκκλησιαστικής πράξεως) πρέπει να διδάσκεται σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές των Σχολείων της Χώρας, ως κύριος κορμός της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα. Παράλληλα να δίνονται και στοιχεία όλων των άλλων θρησκειών, όχι θρησκειολογικά φυσικά.
Να καταλάβουμε όμως ότι η ΕΕ ζητεί πάσει θυσία να μετατραπούν τα μαθήματα των Θρησκευτικών και της Ιστορίας σε soft, επειδή έτσι νομίζει ότι θα αποφύγει τις θρησκευτικές και εθνικές πολώσεις στους κόλπους της. (Βέβαια, στην περίπτωση της Ορθοδοξίας νομίζω ότι λαθεύει, λόγω άγνοιας του χώρου μας. Η Ορθοδοξία ξέρει να συζεί με αλλοδόξους και αλλοθρήσκους και έχει εμπειρία αιώνων συνύπαρξης, όμως με πολιτιστικά στεγανά ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμικούς χώρους).
Χρειάζεται πάντως οι εκκλησιαστικοί να μην “παίξουμε” στο συνδικαλιστικό, κομματικό, ιδεολογικό γήπεδο, όπου καλούμεθα, επειδή αυτό το γήπεδο δεν είναι τόσο οικείο σε εμάς όσο είναι στους πολιτικούς.
Να παίξουμε με λέξεις, ώστε το μεν Κράτος να “αποδεσμευτεί” επισήμως από την κρατική θρησκευτικότητα και εμείς να στηριχθούμε στα πόδια μας εμπιστευόμενοι τη δραστικότητα του Ευαγγελίου και τη δυναμική της πνευματικότητός μας.
Ένας ενδεχόμενος χωρισμός, σίγουρα θα κατοχυρωθεί με ένα Κονκορδάτο ανάμεσα στα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Σ’ αυτό εμείς θα προτάξουμε την ισχύ του πνευματικού χαρακτήρα της Εκκλησίας μας. Πνευματικός χαρακτήρας ο οποίος θα μπορεί να αναπτυχθεί απρόσκοπτα και να δημιουργήσει με καθαρά ποιμαντικό ενδιαφέρον: ιδιωτικά Σχολεία, ιδιωτικά Νοσηλευτήρια, ίσως και Τράπεζα. Η άμεση σχέση μας με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα διευκολύνει την πλουραλιστική και οικουμενική ικμάδα μας όταν θεωρούμε ότι αυτά “πνίγονται” ή δεσμεύονται από την εθνική νομοθεσία μας. Η προνοιακή διακονία της Εκκλησίας (Ιδρύματα, συσσίτια κλπ), βεβαίως θα συνεχίσει να υφίσταται, επειδή έτσι υπηρετούμε το λαό μας (πιστούς και μή), αφού αυτή είναι η εντολή του Κυρίου μας, που ζήτησε να “Τον συναντούμε” στα πρόσωπα όλων ανεξαιρέτως των συνανθρώπων μας”